- ἄκωλος
- ἄκωλοςwithout limbsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκωλος — (I) η ο [κώλος] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς 2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. (II) ἄκωλος, ον (Α) [κῶλον] αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος. (III)… … Dictionary of Greek
άκωλος — η, ο 1. οχωρίς πάτο: Αυτό το δοχείο είναι άκωλο. 2. αυτός που δεν έχει αρκετά αναπτυγμένους τους γλουτούς: Είχε τόσο αδυνατίσει από την αρρώστια, που είχε καταντήσει άκωλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκώλους — ἄκωλος without limbs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)